κουρέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρέλι τα κουρέλια
      γενική του κουρελιού των κουρελιών
    αιτιατική το κουρέλι τα κουρέλια
     κλητική κουρέλι κουρέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουρέλλιν με απλοποίηση της ορθογραφίας < υστερολατινική *corellium < λατινική corium (δέρμα) [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (κόβω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈɾe.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουρέλι
τονικό παρώνυμο: Κουρελή (γυναικείο επώνυμο)

Ουσιαστικό

κουρέλι ουδέτερο

  1. κομμάτι ύφασμα που είναι πολύ παλιό και πολύ φθαρμένο
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) κακό ή παλιό ρούχο
  3. (κατ’ επέκταση) αντικείμενο από χαρτί που είναι σκισμένο και λερωμένο
  4. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει υποστεί ηθική ή σωματική ταλαιπωρία σε μεγάλο βαθμό

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.