ράκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράκος τα ράκη
      γενική του ράκους των ρακών
    αιτιατική το ράκος τα ράκη
     κλητική ράκος ράκη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ράκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥάκος

Ουσιαστικό

ράκος ουδέτερο

  1. (λόγιο) το κουρέλι
  2. (μεταφορικά) για άνθρωπο εξουθενωμένο από κούραση ή οδύνη
    γυρίζει από τη δουλειά το βράδυ σωστό ράκος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.