κουρελέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουρελέ < κουρέλι + -έ
Επίθετο
κουρελέ άκλιτο
- (λαϊκότροπο, ειρωνικό) για ποδοσφαιρική ομάδα που δεν έχει καλούς παίκτες, που παίζει χάλια
Μεταφράσεις
κουρελέ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.