rag

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
rag rags

rag (en)

  1. το κουρέλι, ένα κομμάτι παλιό ύφασμα που χρησιμοποιείται ειδικά για τον καθαρισμό
    I am cleaning the floor with a rag.
    Καθαρίζω το πάτωμα με ένα κουρέλι.
  2. (μεταφορικά) η κωλοφυλλάδα

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας rag
γ΄ ενικό ενεστώτα rags
αόριστος ragged
παθητική μετοχή ragged
ενεργητική μετοχή ragging

rag (en)

  • (παρωχημένο) πειράζω, κάνω πλάκα σε κάποιον
    They were ragging him about…
    Του κάνανε πλάκα για…

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.