κουρελοπρολεταριάτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουρελοπρολεταριάτο | τα | κουρελοπρολεταριάτα |
| γενική | του | κουρελοπρολεταριάτου | των | κουρελοπρολεταριάτων |
| αιτιατική | το | κουρελοπρολεταριάτο | τα | κουρελοπρολεταριάτα |
| κλητική | κουρελοπρολεταριάτο | κουρελοπρολεταριάτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουρελοπρολεταριάτο < κουρέλι + -ο- + προλεταριάτο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Lumpenproletariat)
Πηγές
- κουρελοπρολεταριάτο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.