κουρελοπρολεταριάτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρελοπρολεταριάτο τα κουρελοπρολεταριάτα
      γενική του κουρελοπρολεταριάτου των κουρελοπρολεταριάτων
    αιτιατική το κουρελοπρολεταριάτο τα κουρελοπρολεταριάτα
     κλητική κουρελοπρολεταριάτο κουρελοπρολεταριάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουρελοπρολεταριάτο < κουρέλι + -ο- + προλεταριάτο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Lumpenproletariat)

Ουσιαστικό

κουρελοπρολεταριάτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.