κορόιδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορόιδο τα κορόιδα
      γενική του κορόιδου των κορόιδων
    αιτιατική το κορόιδο τα κορόιδα
     κλητική κορόιδο κορόιδα
Με συνίζηση στην παραλήγουσα: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορόιδο < (πιθανώς) μεσαιωνική ελληνική *κουρόγιδο[1] [2] < κουρά + γίδι[3] (ή < κοροϊδεύω < λατινική corrideo[2] (γελώ δυνατά ή μαζί με κάποιον άλλον, περιγελώ) < con- + rideo)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈɾoi̯.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορόιδο

Ουσιαστικό

κορόιδο ουδέτερο

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. κορόιδο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. Έτσι ονομάζονταν σκωπτικά στον Βυζαντινό στρατό ορισμένοι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες, επειδή κουρεύονταν με το ψαλίδι κουράς γιδιών (Κ. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Β', σελ. μ', υποσημ. 2). Παράβαλε με σύγχρονες σκωπτικές εκφράσεις για τους νεοσύλλεκτους.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.