imbécile
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Επίθετο
imbécile
(fr)
ανόητος
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
imbécile
imbéciles
imbécile
(fr)
o
βλάκας
, o
ηλίθιος
, το
κορόιδο
, ο
κουτεντές
(
παρωχημένο
)
άτομο που έχει καθηλωθεί η νοητική του εξέλιξη στην παιδική ηλικία
Συγγενικά
imbécilité
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.