δυνατά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
δυνατά
<
δυνατός
Επίρρημα
δυνατά
με
δύναμη
(
για ήχο
) με
ένταση
φώναζε
δυνατά
για να τον ακούσουν
Μεταφράσεις
με δύναμη
αγγλικά
:
strongly
(en)
γαλλικά
:
fortement
(fr)
εσπεράντο
:
forte
(eo)
για ήχο
αγγλικά
:
loudly
(en)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
δυνατά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
δυνατό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.