αυτοκοροϊδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοκοροϊδεύομαι < αυτο- + κοροϊδεύομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κορόιδο
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοκοροϊδεύομαι | αυτοκοροϊδευόμουν(α) | θα αυτοκοροϊδεύομαι | να αυτοκοροϊδεύομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοκοροϊδεύεσαι | αυτοκοροϊδευόσουν(α) | θα αυτοκοροϊδεύεσαι | να αυτοκοροϊδεύεσαι | (αυτοκοροϊδεύου) | |
| γ' ενικ. | αυτοκοροϊδεύεται | αυτοκοροϊδευόταν(ε) | θα αυτοκοροϊδεύεται | να αυτοκοροϊδεύεται | ||
| α' πληθ. | αυτοκοροϊδευόμαστε | αυτοκοροϊδευόμαστε αυτοκοροϊδευόμασταν |
θα αυτοκοροϊδευόμαστε | να αυτοκοροϊδευόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοκοροϊδεύεστε | αυτοκοροϊδευόσαστε αυτοκοροϊδευόσασταν |
θα αυτοκοροϊδεύεστε | να αυτοκοροϊδεύεστε | (αυτοκοροϊδεύεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοκοροϊδεύονται | αυτοκοροϊδεύονταν αυτοκοροϊδευόντουσαν |
θα αυτοκοροϊδεύονται | να αυτοκοροϊδεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοκοροϊδεύτηκα | θα αυτοκοροϊδευτώ | να αυτοκοροϊδευτώ | αυτοκοροϊδευτεί | ||
| β' ενικ. | αυτοκοροϊδεύτηκες | θα αυτοκοροϊδευτείς | να αυτοκοροϊδευτείς | αυτοκοροϊδέψου | ||
| γ' ενικ. | αυτοκοροϊδεύτηκε | θα αυτοκοροϊδευτεί | να αυτοκοροϊδευτεί | |||
| α' πληθ. | αυτοκοροϊδευτήκαμε | θα αυτοκοροϊδευτούμε | να αυτοκοροϊδευτούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοκοροϊδευτήκατε | θα αυτοκοροϊδευτείτε | να αυτοκοροϊδευτείτε | αυτοκοροϊδευτείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοκοροϊδεύτηκαν αυτοκοροϊδευτήκαν(ε) |
θα αυτοκοροϊδευτούν(ε) | να αυτοκοροϊδευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοκοροϊδευτεί | είχα αυτοκοροϊδευτεί | θα έχω αυτοκοροϊδευτεί | να έχω αυτοκοροϊδευτεί | αυτοκοροϊδεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοκοροϊδευτεί | είχες αυτοκοροϊδευτεί | θα έχεις αυτοκοροϊδευτεί | να έχεις αυτοκοροϊδευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοκοροϊδευτεί | είχε αυτοκοροϊδευτεί | θα έχει αυτοκοροϊδευτεί | να έχει αυτοκοροϊδευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοκοροϊδευτεί | είχαμε αυτοκοροϊδευτεί | θα έχουμε αυτοκοροϊδευτεί | να έχουμε αυτοκοροϊδευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοκοροϊδευτεί | είχατε αυτοκοροϊδευτεί | θα έχετε αυτοκοροϊδευτεί | να έχετε αυτοκοροϊδευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοκοροϊδευτεί | είχαν αυτοκοροϊδευτεί | θα έχουν αυτοκοροϊδευτεί | να έχουν αυτοκοροϊδευτεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοκοροϊδεύομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.