κοροϊδιλίκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοροϊδιλίκι τα κοροϊδιλίκια
      γενική
    αιτιατική το κοροϊδιλίκι τα κοροϊδιλίκια
     κλητική κοροϊδιλίκι κοροϊδιλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοροϊδιλίκι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κοροϊδιλίκι ουδέτερο

  1. κοροϊδία
  2. ρεζιλίκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.