poire

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

poire < δημώδης λατινική pira, πληθυντικός του κλασικού pirum

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
poire poires

poire (fr) θηλυκό

  1. (φρούτο) το αχλάδι
  2. αντικείμενο με μορφή αχλαδιού
  3. (λαϊκότροπο) το πρόσωπο, το μούτρο
    il a pris un coup de poing en pleine poire : έφαγε μια μπουνιά στα μούτρα
  4. (λαϊκότροπο) χαζός, αφελής άνθρωπος, κορόιδο
    mais quelle poire, celui-là ! - μα τι χαζός που είναι!
     συνώνυμα: naïf, dupe

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.