γίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γίδι | τα | γίδια |
| γενική | του | γιδιού | των | γιδιών |
| αιτιατική | το | γίδι | τα | γίδια |
| κλητική | γίδι | γίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γίδι < μεσαιωνική ελληνική γίδιν < αρχαία ελληνική αἰγίδιον, υποκοριστικό του αἴξ
Ουσιαστικό
γίδι ουδέτερο
- το κατσίκι
- (προσβλητικά) ο χωρίς καλούς τρόπους συμπεριφοράς, ο αγροίκος
- (στον πληθυντικό) κοπάδι γιδιών
- βόσκουνε τα γίδια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.