κοροϊδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοροϊδία οι κοροϊδίες
      γενική της κοροϊδίας των κοροϊδιών
    αιτιατική την κοροϊδία τις κοροϊδίες
     κλητική κοροϊδία κοροϊδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοροϊδία < κοροϊδ(εύω) + -ία

Ουσιαστικό

κοροϊδία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.