σκουπιδιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκουπιδιάρης οι σκουπιδιάρηδες
& σκουπιδιαραίοι
      γενική του σκουπιδιάρη των σκουπιδιάρηδων
& σκουπιδιαραίων
    αιτιατική τον σκουπιδιάρη τους σκουπιδιάρηδες
& σκουπιδιαραίους
     κλητική σκουπιδιάρη σκουπιδιάρηδες
& σκουπιδιαραίοι
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουπιδιάρης < σκουπίδ(ι) + -ιάρης

Ουσιαστικό

σκουπιδιάρης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.