βωμολόχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βωμολόχος οι βωμολόχοι
      γενική του/της βωμολόχου των βωμολόχων
    αιτιατική τον/τη βωμολόχο τους/τις βωμολόχους
     κλητική βωμολόχε βωμολόχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βωμολόχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βωμολόχος < βωμός + λοχάω (ενεδρεύω)

Ουσιαστικό

βωμολόχος αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

βωμολόχος < βωμ(ός) + -ο- + -λόχος λοχάω (ενεδρεύω)

Ουσιαστικό

βωμολόχος

  1. εκείνος που ενεδρεύει στον βωμό (για να κλέψει το σφάγιο)
  2. εκείνος που θα έκανε το οτιδήποτε, τιποτένιο ή γελοίο, για ένα γεύμα· χυδαίος

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.