βωμολόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | βωμολόχος | οι | βωμολόχοι |
| γενική | του/της | βωμολόχου | των | βωμολόχων |
| αιτιατική | τον/τη | βωμολόχο | τους/τις | βωμολόχους |
| κλητική | βωμολόχε | βωμολόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βωμολόχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βωμολόχος < βωμός + λοχάω (ενεδρεύω)
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
βωμολόχος
- εκείνος που ενεδρεύει στον βωμό (για να κλέψει το σφάγιο)
- εκείνος που θα έκανε το οτιδήποτε, τιποτένιο ή γελοίο, για ένα γεύμα· χυδαίος
Συγγενικά
- βωμολοχία
- βωμολοχικός
- βωμολοχέω
- βωμολόχευμα
- βωμολοχεύομαι
Πηγές
- βωμολόχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βωμολόχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.