κομπλιμεντόζος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομπλιμεντόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική complimentoso + < compliment(o) +‎ -oso (-όζος) < ισπανική cumplimiento < λατινική complementum < compleo < con- + pleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₁- (γεμίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kom.pli.menˈto.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομπλιμεντόζος

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κομπλιμεντόζος η κομπλιμεντόζα το κομπλιμεντόζικο
      γενική του κομπλιμεντόζου της κομπλιμεντόζας του κομπλιμεντόζικου
    αιτιατική τον κομπλιμεντόζο την κομπλιμεντόζα το κομπλιμεντόζικο
     κλητική κομπλιμεντόζε κομπλιμεντόζα κομπλιμεντόζικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κομπλιμεντόζοι οι κομπλιμεντόζες τα κομπλιμεντόζικα
      γενική των κομπλιμεντόζων των κομπλιμεντόζικων
    αιτιατική τους κομπλιμεντόζους τις κομπλιμεντόζες τα κομπλιμεντόζικα
     κλητική κομπλιμεντόζοι κομπλιμεντόζες κομπλιμεντόζικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «γουστόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

κομπλιμεντόζος, -α, -ικο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κομπλιμέντο

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπλιμεντόζος οι κομπλιμεντόζοι
      γενική του κομπλιμεντόζου των κομπλιμεντόζων
    αιτιατική τον κομπλιμεντόζο τους κομπλιμεντόζους
     κλητική κομπλιμεντόζε κομπλιμεντόζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κομπλιμεντόζος αρσενικό (θηλυκό κομπλιμεντόζα)

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.