κομπλιμεντόζος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /kom.pli.menˈto.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κομ‐πλι‐μεν‐τό‐ζος
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κομπλιμεντόζος | η | κομπλιμεντόζα | το | κομπλιμεντόζικο |
| γενική | του | κομπλιμεντόζου | της | κομπλιμεντόζας | του | κομπλιμεντόζικου |
| αιτιατική | τον | κομπλιμεντόζο | την | κομπλιμεντόζα | το | κομπλιμεντόζικο |
| κλητική | κομπλιμεντόζε | κομπλιμεντόζα | κομπλιμεντόζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κομπλιμεντόζοι | οι | κομπλιμεντόζες | τα | κομπλιμεντόζικα |
| γενική | των | κομπλιμεντόζων | — | των | κομπλιμεντόζικων | |
| αιτιατική | τους | κομπλιμεντόζους | τις | κομπλιμεντόζες | τα | κομπλιμεντόζικα |
| κλητική | κομπλιμεντόζοι | κομπλιμεντόζες | κομπλιμεντόζικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «γουστόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
κομπλιμεντόζος, -α, -ικο
- που κάνει κομπλιμέντα, κομπλιμεντόζικος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κομπλιμεντόζος | οι | κομπλιμεντόζοι |
| γενική | του | κομπλιμεντόζου | των | κομπλιμεντόζων |
| αιτιατική | τον | κομπλιμεντόζο | τους | κομπλιμεντόζους |
| κλητική | κομπλιμεντόζε | κομπλιμεντόζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
κομπλιμεντόζος αρσενικό (θηλυκό κομπλιμεντόζα)
- που είναι κομπλιμεντόζος
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.