κόλακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κόλακας | οι | κόλακες |
| γενική | του | κόλακα | των | κολάκων |
| αιτιατική | τον | κόλακα | τους | κόλακες |
| κλητική | κόλακα | κόλακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόλακας < αρχαία ελληνική κόλαξ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακολάκευτα
- ακολάκευτος
- αυλοκόλακας
- αυτοκολακεία
- αυτοκολακεύομαι
- αυτοκολακευόμενος
- κολακεία
- κολακευτικά/κολακευτικώς
- κολακευτικός
- κολακεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.