κομπλιμεντόζικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κομπλιμεντόζικος | η | κομπλιμεντόζικη | το | κομπλιμεντόζικο |
| γενική | του | κομπλιμεντόζικου | της | κομπλιμεντόζικης | του | κομπλιμεντόζικου |
| αιτιατική | τον | κομπλιμεντόζικο | την | κομπλιμεντόζικη | το | κομπλιμεντόζικο |
| κλητική | κομπλιμεντόζικε | κομπλιμεντόζικη | κομπλιμεντόζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κομπλιμεντόζικοι | οι | κομπλιμεντόζικες | τα | κομπλιμεντόζικα |
| γενική | των | κομπλιμεντόζικων | των | κομπλιμεντόζικων | των | κομπλιμεντόζικων |
| αιτιατική | τους | κομπλιμεντόζικους | τις | κομπλιμεντόζικες | τα | κομπλιμεντόζικα |
| κλητική | κομπλιμεντόζικοι | κομπλιμεντόζικες | κομπλιμεντόζικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
κομπλιμεντόζικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.