κομπλιμεντόζικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κομπλιμεντόζικος η κομπλιμεντόζικη το κομπλιμεντόζικο
      γενική του κομπλιμεντόζικου της κομπλιμεντόζικης του κομπλιμεντόζικου
    αιτιατική τον κομπλιμεντόζικο την κομπλιμεντόζικη το κομπλιμεντόζικο
     κλητική κομπλιμεντόζικε κομπλιμεντόζικη κομπλιμεντόζικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κομπλιμεντόζικοι οι κομπλιμεντόζικες τα κομπλιμεντόζικα
      γενική των κομπλιμεντόζικων των κομπλιμεντόζικων των κομπλιμεντόζικων
    αιτιατική τους κομπλιμεντόζικους τις κομπλιμεντόζικες τα κομπλιμεντόζικα
     κλητική κομπλιμεντόζικοι κομπλιμεντόζικες κομπλιμεντόζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κομπλιμεντόζικος < κομπλιμεντόζος + -ικος < ιταλική complimentoso < complimento +‎ -oso < ισπανική cumplimiento < λατινική complementum < compleo < con- + pleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₁- (γεμίζω)

Επίθετο

κομπλιμεντόζικος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.