-όζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -όζος η -όζα το -όζικο
      γενική του -όζου της -όζας του -όζικου
    αιτιατική τον -όζο τη(ν) -όζα το -όζικο
     κλητική -όζε -όζα -όζικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -όζοι οι -όζες τα -όζικα
      γενική των -όζων των -όζικων
    αιτιατική τους -όζους τις -όζες τα -όζικα
     κλητική -όζοι -όζες -όζικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «γουστόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-όζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική -oso + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζος

Επίθημα

-όζος, -α, -ικο

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -όζος στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -όζος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.