-όζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -όζος | η | -όζα | το | -όζικο |
| γενική | του | -όζου | της | -όζας | του | -όζικου |
| αιτιατική | τον | -όζο | τη(ν) | -όζα | το | -όζικο |
| κλητική | -όζε | -όζα | -όζικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -όζοι | οι | -όζες | τα | -όζικα |
| γενική | των | -όζων | — | των | -όζικων | |
| αιτιατική | τους | -όζους | τις | -όζες | τα | -όζικα |
| κλητική | -όζοι | -όζες | -όζικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| ομάδα 'γουστόζος', Κατηγορία όπως «γουστόζος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -όζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική -oso + -ς[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ό‐ζος
Επίθημα
-όζος, -α, -ικο
- επίθημα επιθέτων τα οποία αναφέρονται σε ιδιότητα ή χαρακτηριστικό ενός ατόμου
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -όζος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-όζος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -όζος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.