φιλοφρονητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλοφρονητικός η φιλοφρονητική το φιλοφρονητικό
      γενική του φιλοφρονητικού της φιλοφρονητικής του φιλοφρονητικού
    αιτιατική τον φιλοφρονητικό τη φιλοφρονητική το φιλοφρονητικό
     κλητική φιλοφρονητικέ φιλοφρονητική φιλοφρονητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλοφρονητικοί οι φιλοφρονητικές τα φιλοφρονητικά
      γενική των φιλοφρονητικών των φιλοφρονητικών των φιλοφρονητικών
    αιτιατική τους φιλοφρονητικούς τις φιλοφρονητικές τα φιλοφρονητικά
     κλητική φιλοφρονητικοί φιλοφρονητικές φιλοφρονητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φιλοφρονητικός < ελληνιστική κοινή φιλοφρονητικός < αρχαία ελληνική φιλοφρονέομαι < φίλος + φρονέω

Επίθετο

φιλοφρονητικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με το φιλοφρόνημα ή φιλοφρόνηση, εκείνος που δείχνει εκτίμηση, που κολακεύει κάποιον προς τον οποίο απευθύνεται ως λόγος ή κίνηση, ενέργεια
  2. ο ευγενικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.