κομπλιμέντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κομπλιμέντο | τα | κομπλιμέντα |
| γενική | του | κομπλιμέντου | των | κομπλιμέντων |
| αιτιατική | το | κομπλιμέντο | τα | κομπλιμέντα |
| κλητική | κομπλιμέντο | κομπλιμέντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κομπλιμέντο ουδέτερο
- ευγενικός λόγος που απευθύνεται σε κάποιον για να εκφράσει τα θετικά συναισθήματά μας απέναντί του, π.χ. το θαυμασμό για την εξωτερική του εμφάνιση ή την εκτίμησή μας για το πρόσωπό του, τις ικανότητές του ή τις αρετές του· φιλοφρόνηση
Μεταφράσεις
κομπλιμέντο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.