ανακοινώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακοινώνω < αρχαία ελληνική ἀνακοινόω-ἀνακοινῶ
Ρήμα
ανακοινώνω (παθητικό:ανακοινώνομαι)
- δηλώνω κάτι δημοσίως και επισήμως, είτε προφορικά είτε γραπτά
- Η Ρωσία ανακοίνωσε ότι δε θα κάνει καμία εξαίρεση στο εμπάργκο
- Ανακοινώθηκαν τα νέα μέτρα για το τέλος ακινήτων
- γνωστοποιώ με σχετική επισημότητα
- Μαρία, σου ανακοινώνω ότι το air condition δε θα ξαναλειτουργήσει στο σπίτι μας αν δε βρει δουλειά κι ο κανακάρης και η κορούλα σου, γιατί η σύνταξή μου δε φτάνει για τη ΔΕΗ!
- Μου ανακοίνωσε ψυχρά ότι αγαπάει άλλη!
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακοινώνω | ανακοίνωνα | θα ανακοινώνω | να ανακοινώνω | ανακοινώνοντας | |
| β' ενικ. | ανακοινώνεις | ανακοίνωνες | θα ανακοινώνεις | να ανακοινώνεις | ανακοίνωνε | |
| γ' ενικ. | ανακοινώνει | ανακοίνωνε | θα ανακοινώνει | να ανακοινώνει | ||
| α' πληθ. | ανακοινώνουμε | ανακοινώναμε | θα ανακοινώνουμε | να ανακοινώνουμε | ||
| β' πληθ. | ανακοινώνετε | ανακοινώνατε | θα ανακοινώνετε | να ανακοινώνετε | ανακοινώνετε | |
| γ' πληθ. | ανακοινώνουν(ε) | ανακοίνωναν ανακοινώναν(ε) |
θα ανακοινώνουν(ε) | να ανακοινώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακοίνωσα | θα ανακοινώσω | να ανακοινώσω | ανακοινώσει | ||
| β' ενικ. | ανακοίνωσες | θα ανακοινώσεις | να ανακοινώσεις | ανακοίνωσε | ||
| γ' ενικ. | ανακοίνωσε | θα ανακοινώσει | να ανακοινώσει | |||
| α' πληθ. | ανακοινώσαμε | θα ανακοινώσουμε | να ανακοινώσουμε | |||
| β' πληθ. | ανακοινώσατε | θα ανακοινώσετε | να ανακοινώσετε | ανακοινώστε | ||
| γ' πληθ. | ανακοίνωσαν ανακοινώσαν(ε) |
θα ανακοινώσουν(ε) | να ανακοινώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανακοινώσει | είχα ανακοινώσει | θα έχω ανακοινώσει | να έχω ανακοινώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανακοινώσει | είχες ανακοινώσει | θα έχεις ανακοινώσει | να έχεις ανακοινώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακοινώσει | είχε ανακοινώσει | θα έχει ανακοινώσει | να έχει ανακοινώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακοινώσει | είχαμε ανακοινώσει | θα έχουμε ανακοινώσει | να έχουμε ανακοινώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακοινώσει | είχατε ανακοινώσει | θα έχετε ανακοινώσει | να έχετε ανακοινώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακοινώσει | είχαν ανακοινώσει | θα έχουν ανακοινώσει | να έχουν ανακοινώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανακοινώνομαι | ανακοινωνόμουν(α) | θα ανακοινώνομαι | να ανακοινώνομαι | ||
| β' ενικ. | ανακοινώνεσαι | ανακοινωνόσουν(α) | θα ανακοινώνεσαι | να ανακοινώνεσαι | (ανακοινώνου) | |
| γ' ενικ. | ανακοινώνεται | ανακοινωνόταν(ε) | θα ανακοινώνεται | να ανακοινώνεται | ||
| α' πληθ. | ανακοινωνόμαστε | ανακοινωνόμαστε ανακοινωνόμασταν |
θα ανακοινωνόμαστε | να ανακοινωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ανακοινώνεστε | ανακοινωνόσαστε ανακοινωνόσασταν |
θα ανακοινώνεστε | να ανακοινώνεστε | (ανακοινώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ανακοινώνονται | ανακοινώνονταν ανακοινωνόντουσαν |
θα ανακοινώνονται | να ανακοινώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανακοινώθηκα | θα ανακοινωθώ | να ανακοινωθώ | ανακοινωθεί | ||
| β' ενικ. | ανακοινώθηκες | θα ανακοινωθείς | να ανακοινωθείς | ανακοινώσου | ||
| γ' ενικ. | ανακοινώθηκε | θα ανακοινωθεί | να ανακοινωθεί | |||
| α' πληθ. | ανακοινωθήκαμε | θα ανακοινωθούμε | να ανακοινωθούμε | |||
| β' πληθ. | ανακοινωθήκατε | θα ανακοινωθείτε | να ανακοινωθείτε | ανακοινωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ανακοινώθηκαν ανακοινωθήκαν(ε) |
θα ανακοινωθούν(ε) | να ανακοινωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανακοινωθεί | είχα ανακοινωθεί | θα έχω ανακοινωθεί | να έχω ανακοινωθεί | ανακοινωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανακοινωθεί | είχες ανακοινωθεί | θα έχεις ανακοινωθεί | να έχεις ανακοινωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανακοινωθεί | είχε ανακοινωθεί | θα έχει ανακοινωθεί | να έχει ανακοινωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανακοινωθεί | είχαμε ανακοινωθεί | θα έχουμε ανακοινωθεί | να έχουμε ανακοινωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανακοινωθεί | είχατε ανακοινωθεί | θα έχετε ανακοινωθεί | να έχετε ανακοινωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανακοινωθεί | είχαν ανακοινωθεί | θα έχουν ανακοινωθεί | να έχουν ανακοινωθεί | ||
- η παθητική φωνή δόκιμη στο γ΄ πρόσωπο
- επιβιώνουν οι αρχαιόκλητοι τύποι ανακοινωθείς, ανακοινωθείσα, ανακοινωθέν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.