επικοινωνώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επικοινωνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικοινωνῶ (κλίση ἐπικοινωνέω). Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + κοινωνώ. → δείτε τη λέξη κοινωνός
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.ci.noˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐κοι‐νω‐νώ
Ρήμα
επικοινωνώ, πρτ.: επικοινωνούσα, αόρ.: επικοινώνησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επικοινωνώ | επικοινωνούσα | θα επικοινωνώ | να επικοινωνώ | επικοινωνώντας | |
| β' ενικ. | επικοινωνείς | επικοινωνούσες | θα επικοινωνείς | να επικοινωνείς | ||
| γ' ενικ. | επικοινωνεί | επικοινωνούσε | θα επικοινωνεί | να επικοινωνεί | ||
| α' πληθ. | επικοινωνούμε | επικοινωνούσαμε | θα επικοινωνούμε | να επικοινωνούμε | ||
| β' πληθ. | επικοινωνείτε | επικοινωνούσατε | θα επικοινωνείτε | να επικοινωνείτε | επικοινωνείτε | |
| γ' πληθ. | επικοινωνούν(ε) | επικοινωνούσαν(ε) | θα επικοινωνούν(ε) | να επικοινωνούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επικοινώνησα | θα επικοινωνήσω | να επικοινωνήσω | επικοινωνήσει | ||
| β' ενικ. | επικοινώνησες | θα επικοινωνήσεις | να επικοινωνήσεις | επικοινώνησε | ||
| γ' ενικ. | επικοινώνησε | θα επικοινωνήσει | να επικοινωνήσει | |||
| α' πληθ. | επικοινωνήσαμε | θα επικοινωνήσουμε | να επικοινωνήσουμε | |||
| β' πληθ. | επικοινωνήσατε | θα επικοινωνήσετε | να επικοινωνήσετε | επικοινωνήστε | ||
| γ' πληθ. | επικοινώνησαν επικοινωνήσαν(ε) |
θα επικοινωνήσουν(ε) | να επικοινωνήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επικοινωνήσει | είχα επικοινωνήσει | θα έχω επικοινωνήσει | να έχω επικοινωνήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επικοινωνήσει | είχες επικοινωνήσει | θα έχεις επικοινωνήσει | να έχεις επικοινωνήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επικοινωνήσει | είχε επικοινωνήσει | θα έχει επικοινωνήσει | να έχει επικοινωνήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επικοινωνήσει | είχαμε επικοινωνήσει | θα έχουμε επικοινωνήσει | να έχουμε επικοινωνήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επικοινωνήσει | είχατε επικοινωνήσει | θα έχετε επικοινωνήσει | να έχετε επικοινωνήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επικοινωνήσει | είχαν επικοινωνήσει | θα έχουν επικοινωνήσει | να έχουν επικοινωνήσει |
| |
Μεταφράσεις
Πηγές
- επικοινωνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- επικοινωνώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.