ακοινωνησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακοινωνησία οι ακοινωνησίες
      γενική της ακοινωνησίας των ακοινωνησιών
    αιτιατική την ακοινωνησία τις ακοινωνησίες
     κλητική ακοινωνησία ακοινωνησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακοινωνησία < αρχαία ελληνική ἀκοινώνητος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ci.no.niˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακοινωνησία

Ουσιαστικό

ακοινωνησία θηλυκό

  1. η συμπεριφορά ή η το χαρακτηριστικό του ακοινώνητου, η απουσία συναναστροφών με άλλα άτομα
  2. (θρησκεία) εκκλησιαστικό επιτίμιο, η απαγόρευση σε κάποιον να συμμετέχει στα μυστήρια, πράγμα που συνεπάγεται και την αποκοπή του από το σώμα της Εκκλησίας
     συνώνυμα: αφορισμός

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.