ακοινώνητα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ακοινώνητα < από τον πληθυντικό του ουδετέρου του επιθέτου ακοινώνητος

Επίρρημα

ακοινώνητα

  • με τρόπο που δεν διακρίνεται για τακτ, με έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήων, αντικοινωνικά, αλλά όχι με την έννοια ότι στρέφεται κατά της κοινωνίας ενεργά, απλά μη μετέχοντας σε αυτήν και κυρίως μη τηρώντας τους άγραφους νόμους της κοινωνικής συμπεριφοράς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.