communicate
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | communicate |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | communicates |
| αόριστος | communicated |
| παθητική μετοχή | communicated |
| ενεργητική μετοχή | communicating |
Ρήμα
communicate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επικοινωνώ, ανταλλάσσω πληροφορίες, νέα, ιδέες, συναισθήματα κτλ.
- ↪ Did you communicate with your boss in Italy?
- Επικοινωνήσατε με το αφεντικό σας στην Ιταλία;
- ↪ Did you communicate with your boss in Italy?
- (αμετάβατο) επικοινωνώ, έχω καλή σχέση γιατί μπορώ να καταλαβαίνω και να μιλάω για σκέψεις, συναισθήματα κτλ.
- ↪ I cannot communicate with you at all.
- Δεν μπορώ να επικοινωνήσω καθόλου μαζί σου.
- ↪ I cannot communicate with you at all.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.