θαλασσοταραχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θαλασσοταραχή οι θαλασσοταραχές
      γενική της θαλασσοταραχής των θαλασσοταραχών
    αιτιατική τη θαλασσοταραχή τις θαλασσοταραχές
     κλητική θαλασσοταραχή θαλασσοταραχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θαλασσοταραχή < θάλασσ(α) + -ο- + ταραχή

Ουσιαστικό

θαλασσοταραχή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.