κλύδων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κλύδων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλύδων

Ουσιαστικό

κλύδων αρσενικό

  1. (λόγιο, ναυτικός όρος) κύμα, κατ' επέκταση μεγάλη ταραχή στη θάλασσα
  2. (λόγιο, μεταφορικά) κοινωνική και πολιτική αναταραχή

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλύδων οἱ κλύδωνες
      γενική τοῦ κλύδωνος τῶν κλυδώνων
      δοτική τῷ κλύδων τοῖς κλύδωσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κλύδων τοὺς κλύδωνᾰς
     κλητική ! κλύδων κλύδωνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλύδωνε
γεν-δοτ τοῖν  κλυδώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλύδων, ήδη ομηρικό < θέμα κλυ-δ- (απ' όπου και το κλύζω < *κλύδ-jω) < μεταπτωτική βαθμίδα [1] για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱlewH-

Ουσιαστικό

κλύδων αρσενικό

  1. κύμα, τρικυμία
      εἴτ᾽ ἐς μέγαν θάλαμον Ἀμφιτρίτας / εἴτ᾽ ἐς τὸν ἀπόξενον ὅρμων / Θρῄκιον κλύδωνα (Σοφοκλής, Οιδίπους Τύραννος, 194-196)
  2. θαλασσοταραχή
  3. κλυδωνισμός

Συγγενικά

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.