προσαγόρευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσαγόρευση | οι | προσαγορεύσεις |
| γενική | της | προσαγόρευσης* | των | προσαγορεύσεων |
| αιτιατική | την | προσαγόρευση | τις | προσαγορεύσεις |
| κλητική | προσαγόρευση | προσαγορεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσαγορεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσαγόρευση < προσαγορεύω + -ση
Μεταφράσεις
προσαγόρευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.