πολύκλαυστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύκλαυστος η πολύκλαυστη το πολύκλαυστο
      γενική του πολύκλαυστου της πολύκλαυστης του πολύκλαυστου
    αιτιατική τον πολύκλαυστο την πολύκλαυστη το πολύκλαυστο
     κλητική πολύκλαυστε πολύκλαυστη πολύκλαυστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύκλαυστοι οι πολύκλαυστες τα πολύκλαυστα
      γενική των πολύκλαυστων των πολύκλαυστων των πολύκλαυστων
    αιτιατική τους πολύκλαυστους τις πολύκλαυστες τα πολύκλαυστα
     κλητική πολύκλαυστοι πολύκλαυστες πολύκλαυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύκλαυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύκλαυστος πολύ-

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.klaf.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολύκλαυστος

Επίθετο

πολύκλαυστος, -η, -ο

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πολύκλαυστος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πολύκλαυστος, -ος, -ον & -ος, -η, -ον

  1. πολύκλαυτος, που τον θρηνούν πολλοί
  2. που προκαλεί κλάματα, δάκρυα
  3. που έχει κλάψει πολύ

Συγγενικά

Κλίση

γένη  αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύκλαυστος πολυκλαύστη τὸ πολύκλαυστον
      γενική τοῦ/τῆς πολυκλαύστου τῆς πολυκλαύστης τοῦ πολυκλαύστου
      δοτική τῷ/τῇ πολυκλαύστ τῇ πολυκλαύστ τῷ πολυκλαύστ
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύκλαυστον τὴν πολυκλαύστην τὸ πολύκλαυστον
     κλητική ! πολύκλαυστε πολυκλαύστη πολύκλαυστον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύκλαυστοι αἱ πολύκλαυσται τὰ πολύκλαυστ
      γενική τῶν πολυκλαύστων τῶν πολυκλαύστων τῶν πολυκλαύστων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυκλαύστοις ταῖς πολυκλαύσταις τοῖς πολυκλαύστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυκλαύστους τὰς πολυκλαύστᾱς τὰ πολύκλαυστ
     κλητική ! πολύκλαυστοι πολύκλαυσται πολύκλαυστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυκλαύστω τὼ πολυκλαύστ τὼ πολυκλαύστω
      γεν-δοτ τοῖν πολυκλαύστοιν τοῖν πολυκλαύσταιν τοῖν πολυκλαύστοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'φρόνιμος' όπως «φρόνιμος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.