καθάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καθάρισμα τα καθαρίσματα
      γενική του καθαρίσματος των καθαρισμάτων
    αιτιατική το καθάρισμα τα καθαρίσματα
     κλητική καθάρισμα καθαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθάρισμα < καθαρίζω + -μα

Ουσιαστικό

καθάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.