κλάψα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλάψα οι κλάψες
      γενική της κλάψας
    αιτιατική την κλάψα τις κλάψες
     κλητική κλάψα κλάψες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλάψα < κλαίω (αόριστος: έκλαψα) + κατάληξη θηλυκού

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkla.psa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλάψα

Ουσιαστικό

κλάψα θηλυκό

  1. άλλη μορφή του κλάμα, θρήνος
  2. μεμψιμοιρία με γκρίνια και κλάματα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κλαίω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.