κλαυσίγελος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλαυσίγελος | οι | κλαυσίγελοι |
| γενική | του | κλαυσίγελου | των | κλαυσίγελων |
| αιτιατική | τον | κλαυσίγελο | τους | κλαυσίγελους |
| κλητική | κλαυσίγελε | κλαυσίγελοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαυσίγελος < αρχαία ελληνική κλαυσίγελως < κλαῦσις + γέλως
Μεταφράσεις
κλαυσίγελος
smilecrying |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.