σιγοκλαίω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σιγοκλαίω < σιγά + κλαίω

Ρήμα

σιγοκλαίω

  • κλαίω σιγά, χωρίς εξάρσεις και χωρίς να γίνομαι ιδιαίτερα αντιληπτός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.