κλαυθμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλαυθμός | οι | κλαυθμοί |
| γενική | του | κλαυθμού | των | κλαυθμών |
| αιτιατική | τον | κλαυθμό | τους | κλαυθμούς |
| κλητική | κλαυθμέ | κλαυθμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλαυθμός < αρχαία ελληνική κλαυθμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ḱlew- ή προελληνική [1]
Ουσιαστικό
κλαυθμός αρσενικό
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- κλαυθμός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ḱlew- ή προελληνική [1]
Ουσιαστικό
κλαυθμός αρσενικό
Συγγενικά
- κλαυθμηρός
- κλαυθμυρίζω
- κλαυθμονή
- κλαυθμών
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.