παραφίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραφίνη | οι | παραφίνες |
| γενική | της | παραφίνης | των | παραφινών |
| αιτιατική | την | παραφίνη | τις | παραφίνες |
| κλητική | παραφίνη | παραφίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
παραφίνη θηλυκό
Συγγενικά
-
παραφίνη στη Βικιπαίδεια

- αλκάνια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.