υφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υφή | οι | υφές |
| γενική | της | υφής | των | υφών |
| αιτιατική | την | υφή | τις | υφές |
| κλητική | υφή | υφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υφή < αρχαία ελληνική ὑφή[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈfi/
Ουσιαστικό
υφή θηλυκό
- ο τρόπος που διασταυρώνονται οι ίνες του υφάσματος μεταξύ τους
- ο τρόπος διάταξης των μορίων ή/και των κυττάρων ενός σώματος ή ενός οργανισμού
- η αίσθηση που έχουμε από την επαφή μας με ένα υλικό σώμα
- (μεταφορικά) η σύνδεση των ιδιαίτερων μερών ενός συνόλου, μιας κατάστασης ή/και ενός λογοτεχνικού έργου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.