υφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφή οι υφές
      γενική της υφής των υφών
    αιτιατική την υφή τις υφές
     κλητική υφή υφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υφή < αρχαία ελληνική ὑφή[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈfi/

Ουσιαστικό

υφή θηλυκό

  1. ο τρόπος που διασταυρώνονται οι ίνες του υφάσματος μεταξύ τους
     συνώνυμα: ύφανση
  2. ο τρόπος διάταξης των μορίων ή/και των κυττάρων ενός σώματος ή ενός οργανισμού
     συνώνυμα: σύσταση
  3. η αίσθηση που έχουμε από την επαφή μας με ένα υλικό σώμα
  4. (μεταφορικά) η σύνδεση των ιδιαίτερων μερών ενός συνόλου, μιας κατάστασης ή/και ενός λογοτεχνικού έργου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.