κηροειδή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κηροειδή | ||
| γενική | των | κηροειδών | ||
| αιτιατική | τα | κηροειδή | ||
| κλητική | κηροειδή | |||
| Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κηροειδή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
κηροειδή
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κηροειδή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κηροειδής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.