ανακατανομή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακατανομή οι ανακατανομές
      γενική της ανακατανομής των ανακατανομών
    αιτιατική την ανακατανομή τις ανακατανομές
     κλητική ανακατανομή ανακατανομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακατανομή < ανακατανέμω + ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική redistribution)

Ουσιαστικό

ανακατανομή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.