ολόλευκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόλευκος η ολόλευκη το ολόλευκο
      γενική του ολόλευκου της ολόλευκης του ολόλευκου
    αιτιατική τον ολόλευκο την ολόλευκη το ολόλευκο
     κλητική ολόλευκε ολόλευκη ολόλευκο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόλευκοι οι ολόλευκες τα ολόλευκα
      γενική των ολόλευκων των ολόλευκων των ολόλευκων
    αιτιατική τους ολόλευκους τις ολόλευκες τα ολόλευκα
     κλητική ολόλευκοι ολόλευκες ολόλευκα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολόλευκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁλόλευκος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ολό- + λευκός

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈlo.lef.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολόλευκος

Επίθετο

ολόλευκος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.