ολόμαυρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολόμαυρος η ολόμαυρη το ολόμαυρο
      γενική του ολόμαυρου της ολόμαυρης του ολόμαυρου
    αιτιατική τον ολόμαυρο την ολόμαυρη το ολόμαυρο
     κλητική ολόμαυρε ολόμαυρη ολόμαυρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολόμαυροι οι ολόμαυρες τα ολόμαυρα
      γενική των ολόμαυρων των ολόμαυρων των ολόμαυρων
    αιτιατική τους ολόμαυρους τις ολόμαυρες τα ολόμαυρα
     κλητική ολόμαυροι ολόμαυρες ολόμαυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ολόμαυρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ὁλόμαυρος < ὁλό- + ελληνιστική κοινή μαῦρος / μαυρός

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈlo.ma.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ολόμαυρος

Επίθετο

ολόμαυρος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.