καρτέλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρτέλα οι καρτέλες
      γενική της καρτέλας των καρτελών
    αιτιατική την καρτέλα τις καρτέλες
     κλητική καρτέλα καρτέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Καρτέλα καταχώρισης βιβλίων σε βιβλιοθήκη.

Ετυμολογία

καρτέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cartella, υποκοριστικό του carta < λατινική charta < αρχαία ελληνική χάρτης (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾˈte.la/

Ουσιαστικό

καρτέλα θηλυκό

  1. κάρτα στην οποία καταγράφονται διάφορα δεδομένα και η οποία φυλάσσεται μαζί με άλλες καρτέλες, συνήθως ειδικά ταξινομημένες
  2. (πληροφορική) ειδική ενότητα σε λογισμικό ή ιστοσελίδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.