καρτελοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καρτελοθήκη | οι | καρτελοθήκες |
| γενική | της | καρτελοθήκης | των | καρτελοθηκών |
| αιτιατική | την | καρτελοθήκη | τις | καρτελοθήκες |
| κλητική | καρτελοθήκη | καρτελοθήκες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Καρτελοθήκη σε βιβλιοθήκη.
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaɾ.te.loˈθi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐τε‐λο‐θή‐κη
Ουσιαστικό
καρτελοθήκη θηλυκό
- θήκη για καρτέλες
- ↪ Αγόρασα ειδική καρτελοθήκη για τις βιβλιογραφικές μου σημειώσεις.
- (ειδικότερα) έπιπλο με συρτάρια για καρτέλες
Μεταφράσεις
καρτελοθήκη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.