καρτελάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρτελάκι τα καρτελάκια
      γενική
    αιτιατική το καρτελάκι τα καρτελάκια
     κλητική καρτελάκι καρτελάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρτελάκι < καρτέλ(α) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.teˈla.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρτελάκι

Ουσιαστικό

καρτελάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καρτέλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.