ετικέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ετικέτα | οι | ετικέτες |
| γενική | της | ετικέτας | των | ετικετών |
| αιτιατική | την | ετικέτα | τις | ετικέτες |
| κλητική | ετικέτα | ετικέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετικέτα όπου αναγράφεται η τιμή προϊόντος.
Ετυμολογία
- ετικέτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική etichetta < γαλλική étiquette < μέση γαλλική estiquette < παλαιά γαλλική estiquette, < φραγκική *stikkan < πρωτογερμανική *stikaną / *stikōną *staikijaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stig- / **steyg-
- για το πρωτόκολλο συμπεριφοράς < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική étiquette[1]
- για την πληροφορική < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tag
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.tiˈce.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐τι‐κέ‐τα
Ουσιαστικό
ετικέτα θηλυκό
- (κυριολεκτικά) μικρό κομμάτι χαρτιού στο οποίο αναγράφονται συνοπτικές πληροφορίες
- ↪ κόλλησε στο φάκελο μια ετικέτα, για να μπορείς να θυμάσαι εύκολα τα περιεχόμενα
- (μεταφορικά) στερεότυπος χαρακτηρισμός, η ταμπέλα
- ↪ δεν μου αρέσει να κολλάω ετικέτες στους ανθρώπους
- κανόνες καλής συμπεριφοράς
- ≈ συνώνυμα: πρωτόκολλο, σαβουάρ φερ (savoir faire)
- (πληροφορική) tag: είναι η σήμανση (markup) που ορίζει ένα στοιχείο σε μια γλώσσα σήμανσης, όπως οι ετικέτες <h1> και </h1> στο στοιχείο:
<h1>Μια επικεφαλίδα ... </h1>της HTML
- ετικέττα (λόγιο, παρωχημένο)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ετικέτα
Αναφορές
- ετικέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.