ταξινομημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταξινομημένος | η | ταξινομημένη | το | ταξινομημένο |
| γενική | του | ταξινομημένου | της | ταξινομημένης | του | ταξινομημένου |
| αιτιατική | τον | ταξινομημένο | την | ταξινομημένη | το | ταξινομημένο |
| κλητική | ταξινομημένε | ταξινομημένη | ταξινομημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταξινομημένοι | οι | ταξινομημένες | τα | ταξινομημένα |
| γενική | των | ταξινομημένων | των | ταξινομημένων | των | ταξινομημένων |
| αιτιατική | τους | ταξινομημένους | τις | ταξινομημένες | τα | ταξινομημένα |
| κλητική | ταξινομημένοι | ταξινομημένες | ταξινομημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταξινομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ταξινομώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.