κανταΐφια
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.daˈi.fça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ντα‐ΐ‐φια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κανταΐφια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κανταΐφι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.