οπτική ίνα

Νέα ελληνικά (el)

Άκρες οπτικών ινών

Ετυμολογία

 δείτε τη λέξη  οπτικός και ίνα

Πολυλεκτικός όρος

οπτική ίνα

  1. ειδικά επεξεργασμένο πλαστικό ή γυάλινο υλικό σε μορφή ίνας το οποίο μπορεί να μεταφέρει εσωτερικά το φως χωρίς αυτό να διαφεύγει
  2. καλώδιο που περιέχει εσωτερικά οπτική ίνα (1)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.