υδάτινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδάτινος η υδάτινη το υδάτινο
      γενική του υδάτινου της υδάτινης του υδάτινου
    αιτιατική τον υδάτινο την υδάτινη το υδάτινο
     κλητική υδάτινε υδάτινη υδάτινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδάτινοι οι υδάτινες τα υδάτινα
      γενική των υδάτινων των υδάτινων των υδάτινων
    αιτιατική τους υδάτινους τις υδάτινες τα υδάτινα
     κλητική υδάτινοι υδάτινες υδάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

υδάτινος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

υδάτινος, -η, -ο

  1. που αποτελείται από νερό
  2. που παρασκευάζεται από νερό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.