διώρυγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διώρυγα | οι | διώρυγες |
| γενική | της | διώρυγας | των | διωρύγων |
| αιτιατική | τη | διώρυγα | τις | διώρυγες |
| κλητική | διώρυγα | διώρυγες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δορυφορική εικόνα της διώρυγας του Σουέζ
Ετυμολογία
- διώρυγα < αρχαία ελληνική διῶρυξ
Ουσιαστικό
διώρυγα θηλυκό
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.