διώρυγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διώρυγα οι διώρυγες
      γενική της διώρυγας των διωρύγων
    αιτιατική τη διώρυγα τις διώρυγες
     κλητική διώρυγα διώρυγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δορυφορική εικόνα της διώρυγας του Σουέζ

Ετυμολογία

διώρυγα < αρχαία ελληνική διῶρυξ

Ουσιαστικό

διώρυγα θηλυκό

  • τεχνητό κανάλι που ενώνει δύο θαλάσσια σώματα, είτε για το πέρασμα πλοίων είτε για την μεταφορά νερού
    μια από τις μεγαλύτερες διώρυγες του κόσμου είναι η διώρυγα του Σουέζ, που ενώνει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά θάλασσα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.